- πλήξιπποι
- πλήξιπποςstrikingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλήξιπποι — Πλήξιππος striking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek